επόχθιο

επόχθιο
το και έποχθος, ο
καθένα από τα βάθρα γέφυρας και στις δύο όχθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. επόχθιος. Ο παρλλ. τ. έποχθος < επί + όχθη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επόχθιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην όχθη 2. το ουδ. ως ουσ. το επόχθιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όχθη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”